- καρηβαρίτης
- καρη-βαρίτης, οἶνος, ein Kopfweh verursachender, schwerer Wein
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καρηβαρίτης — καρηβαρίτης, ὁ (Α) [καρηβαρία] (για κρασί) αυτός που επιφέρει πονοκέφαλο, πολύ δυνατός, κουτελίτης … Dictionary of Greek
καρηβαρίτην — καρηβαρί̱την , καρηβαρίτης subject to headache masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)